Greek » German

Translations for „πεποίθηση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

πεποίθησ|η <-εις> [pɛˈpiθisi] SUBST f

1. πεποίθηση (πίστη):

πεποίθηση
με την πεποίθηση ότι
από πεποίθηση
έχω πεποίθηση σε κάτι
έχω πεποίθηση στον εαυτό μου
έχω πεποίθηση για κάτι

2. πεποίθηση (γνώμη, άποψη):

πεποίθηση

Usage examples with πεποίθηση

εδραία πεποίθηση
από πεποίθηση
με την πεποίθηση ότι
έχω πεποίθηση σε κάτι
έχω πεποίθηση για κάτι
έχω πεποίθηση στον εαυτό μου

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский