Greek » German

Translations for „περαστικός“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

I . περαστικ|ός <-ή, -ό> [pɛrastiˈkɔs] ADJ

1. περαστικός (πεζός, προσωρινός):

περαστικός

2. περαστικός (σε ταξίδι):

ήμουν περαστικός από το Μόναχο
είμαι περαστικός

3. περαστικός (εφήμερος):

περαστικός

II . περαστικ|ός <-ή, -ό> [pɛrastiˈkɔs] SUBST m/f (ο διαβάτης)

περαστικός
Passant(in) m (f)

Usage examples with περαστικός

είμαι περαστικός
ήμουν περαστικός από το Μόναχο

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский