Greek » German

Translations for „ποσότητα“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ποσότητα [pɔˈsɔtita] SUBST f

1. ποσότητα:

ποσότητα
Menge f
ανώτατη ποσότητα
ποσότητα χρημάτων

2. ποσότητα (σε αντίθεση με την ποιότητα):

ποσότητα

Usage examples with ποσότητα

ποσότητα f παραλαβής
ποσότητα f παραγωγής
ποσότητα f εισαγωγών
ποσότητα f χρημάτων
ποσότητα f ενέργειας
ποσότητα f εξαγωγών
ανώτατη ποσότητα
ποσότητα χρημάτων
αγορά σε μεγάλη ποσότητα
η ελάχιστη ποσότητα

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский