Greek » German

Translations for „πραγματικός“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

πραγματικ|ός <-ή, -ό> [praɣmatiˈkɔs] ADJ

1. πραγματικός (αληθινός):

πραγματικός

2. πραγματικός (γνήσιος, όχι ψεύτικος):

πραγματικός

3. πραγματικός MATH:

πραγματικός
πραγματικός άξονας
πραγματικός αριθμός

Usage examples with πραγματικός

πραγματικός χρόνος COMPUT
πραγματικός άξονας
πραγματικός αριθμός
πραγματικός μισθός
πραγματικός τόκος

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский