Greek » German

ντοματοπελτ|ές <-έδες> [dɔmatɔpɛlˈtɛs] SUBST m

αυτοματοποιημέν|ος <-η, -ο> [aftɔmatɔpiiˈmɛnɔs] ADJ

ασυστηματοποίητ|ος <-η, -ο> [asistimatɔˈpiitɔs] ADJ

χαρτοπολτός [xartɔpɔlˈtɔs] SUBST m

απραγματοποίητ|ος <-η, -ο> [apraɣmatɔˈpiitɔs] ADJ

1. απραγματοποίητος (που δεν πραγματοποιήθηκε):

2. απραγματοποίητος (που δεν πραγματοποιείται):

αυτοματοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aftɔmatɔpiˈɔ] VERB trans

ονοματοποιία [ɔnɔmatɔpiˈia] SUBST f

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский