Greek » German

Translations for „φωτιστικό“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

φωτιστικό [fɔtistiˈkɔ] SUBST nt

φωτιστικό
φωτιστικό αλογόνου
φωτιστικό δαπέδου
φωτιστικό δαπέδου
επιτραπέζιο φωτιστικό
ηλιακό φωτιστικό
κρεμαστό φωτιστικό

Usage examples with φωτιστικό

φωτιστικό nt δαπέδου
φωτιστικό πετρέλαιο
φωτιστικό αέριο
φωτιστικό αλογόνου
φωτιστικό δαπέδου
επιτραπέζιο φωτιστικό
ηλιακό φωτιστικό
κρεμαστό φωτιστικό

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский