Greek » German

Translations for „χιλιοστό“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

χιλιοστό [çiʎɔsˈtɔ] SUBST nt

1. χιλιοστό (μέρος):

χιλιοστό
το ένα χιλιοστό των

2. χιλιοστό (χιλιοστόμετρο):

χιλιοστό
κυβικό χιλιοστό
τετραγωνικό χιλιοστό

Usage examples with χιλιοστό

κυβικό χιλιοστό
τετραγωνικό χιλιοστό
το ένα χιλιοστό των
θέλει ένα χιλιοστό ακόμα
το ένα εννεάκις χιλιοστό nt των
το ένα επτάκις χιλιοστό nt των
το ένα δεκάκις χιλιοστό nt των
το ένα τετράκις χιλιοστό nt των
το ένα εξάκις χιλιοστό nt των
το ένα οκτάκις χιλιοστό nt των
το ένα πεντάκις χιλιοστό nt των

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский