Greek » German

Translations for „αποστείρωση“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

αποστείρωσ|η <-εις> [apɔˈstirɔsi] SUBST f

αποστείρωση
αποστείρωση με θερμότητα
αποστείρωση σε γυμνή φλόγα

Usage examples with αποστείρωση

αποστείρωση σε γυμνή φλόγα
αποστείρωση με θερμότητα

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский