Greek » German

Translations for „εγγύηση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

εγγύησ|η <-εις> [ɛɲˈɟiisi] SUBST f

1. εγγύηση (είδος υπόσχεσης):

εγγύηση
εγγύηση
εγγύηση
αλληλέγγυα εγγύηση
εγγύηση αυτοφειλής ECON
γενική εγγύηση
εγγύηση δανείου
διαρκής εγγύηση
εγγύηση επιταγής
θεσμική εγγύηση
τραπεζική εγγύηση
εγγύηση πληρωμής
εγγύηση της τιμής

2. εγγύηση FIN (η υπόσχεση):

εγγύηση
Aval m

3. εγγύηση (χρηματικό ποσό ως ενέχυρο):

εγγύηση
εγγύηση μίσθωσης

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский