Greek » German

ισραηλιτικ|ός <-ή, -ό> [izrailitiˈkɔs] ADJ

ισραηλιν|ός <-ή, -ό> [izrailiˈnɔs] ADJ

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα) [izraiˈlitis, izraiˈlitisa] SUBST m/f (f)

1. Ισραηλίτης (κάτοικος του Ισραήλ):

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα)

2. Ισραηλίτης (της αρχαιότητας):

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα)
Israelit(in) m (f)

3. Ισραηλίτης REL (εβραίος):

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα)
Jude m (Jüdin) f

Ισραηλιν|ός (-ή) [izrailiˈn|ɔs, -i] SUBST m/f (f)

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST m, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST f

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) m (f)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) m (f)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST m, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST f

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST m, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST f

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST m, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST f

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST m, τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST f

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST f

καμηλιέρ|ης <-ηδες> [kamiˈʎɛris] SUBST m, καμηλιέρισσα [kamiˈʎɛrisa] SUBST f

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский