Greek » German

Translations for „άρνηση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

άρνησ|η <-εις> [ˈarnisi] SUBST f

1. άρνηση (παραλαβής, βοήθειας, συμμετοχής):

άρνηση
άρνηση πώλησης

2. άρνηση (κάποιου να κάνει κάτι):

άρνηση

3. άρνηση (προσφοράς, πρόσκλησης, ευθύνης):

άρνηση
συναντώ άρνηση

4. άρνηση (κατηγορίας):

άρνηση
Leugnen nt

5. άρνηση LING:

άρνηση
άρνηση

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский