Greek » German

Translations for „απελπισία“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

απελπισία [apɛlpiˈsia] SUBST f

1. απελπισία (ταραγμένη ψυχική κατάσταση):

απελπισία
φέρνω κάποιον σε απελπισία
είναι απελπισία
μαύρη απελπισία

2. απελπισία (έλλειψη κάθε ελπίδας):

απελπισία

Usage examples with απελπισία

μαύρη απελπισία
είναι απελπισία
φέρνω κάποιον σε απελπισία
βυθίζομαι στην απελπισία

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский