Greek » German

Translations for „εξοικονόμηση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

εξοικονόμησ|η <-εις> [ɛksikɔˈnɔmisi] SUBST f

1. εξοικονόμηση (δημιουργία αποθεμάτων):

εξοικονόμηση
εξοικονόμηση δαπανών
εξοικονόμηση ενέργειας
εξοικονόμηση ενέργειας
εξοικονόμηση καυσίμων
εξοικονόμηση καυσίμων
εξοικονόμηση φόρου
εξοικονόμηση χρημάτων
Sparen nt
εξοικονόμηση χρόνου

2. εξοικονόμηση (εξεύρεση, προσκόμιση):

εξοικονόμηση

Usage examples with εξοικονόμηση

εξοικονόμηση f δαπανών
εξοικονόμηση δαπανών
εξοικονόμηση ενέργειας
εξοικονόμηση καυσίμων
εξοικονόμηση φόρου
εξοικονόμηση χρημάτων
εξοικονόμηση χρόνου

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский