Greek » German

εργαλείο [ɛrɣaˈliɔ] SUBST nt

1. εργαλείο και fig:

εργαλείο
νομικό εργαλείο

2. εργαλείο COMPUT:

εργαλείο
Tool nt

3. εργαλείο ASTRON:

Bildhauer m sing

εργαλείο SUBST

User Entry
εργαλείο λείανσης

εργαλείο SUBST

User Entry
εργαλείο (λεπτό, ιατρικό) nt
εργαλείο (μέσο) nt fig

Usage examples with εργαλείο

διατρητικό εργαλείο
γεωργικό εργαλείο
νομικό εργαλείο
εργαλείο για πουρέ

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский