Greek » German

Translations for „ικανοποιημένος“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ικανοποιημέν|ος <-η, -ο> [ikanɔpiiˈmɛnɔs] ADJ

ικανοποιημένος από/με
μένω ικανοποιημένος
έμεινε ικανοποιημένος με …;
δε μένει ικανοποιημένος με τίποτα!
ποτέ δε μένει ικανοποιημένος!

Usage examples with ικανοποιημένος

απόλυτα ικανοποιημένος
μένω ικανοποιημένος
ποτέ δε μένει ικανοποιημένος!
έμεινε ικανοποιημένος με …;
δε μένει ικανοποιημένος με τίποτα!

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский