Greek » German

Translations for „καταναλωτής“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

καταναλωτής (καταναλώτρια) [katanalɔˈtis, katanaˈlɔtria] SUBST m/f (f)

2. καταναλωτής BIOL:

καταναλωτής (καταναλώτρια)
καταναλωτής πρώτης τάξης
καταναλωτής δεύτερης τάξης
καταναλωτής τρίτης τάξης

Usage examples with καταναλωτής

πρώτος καταναλωτής
μεγάλος καταναλωτής
καταναλωτής πρώτης τάξης
καταναλωτής δεύτερης τάξης
καταναλωτής τρίτης τάξης

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский