Greek » German

κερδοσκοπικ|ός <-ή, -ό> [cɛrðɔskɔpiˈkɔs] ADJ

ενδοσκοπικ|ός <-ή, -ό> [ɛnðɔskɔpiˈkɔs] ADJ

1. ενδοσκοπικός PSYCH:

introspektiv, Selbstbeobachtungs-, selbstbeobachtend

2. ενδοσκοπικός MED:

κερδοσκοπία [cɛrðɔskɔˈpia] SUBST f

2. κερδοσκοπία (αθέμιτη, αισχροκέρδεια):

Wucher m

κερδοσκοπ|ώ <-είς, -ησα> [cɛrðɔskɔˈpɔ] VERB intr

1. κερδοσκοπώ (στο χρηματιστήριο):

2. κερδοσκοπώ (αισχροκερδώ):

κερδοσκόπος [cɛrðɔˈskɔpɔs] SUBST mf

2. κερδοσκόπος (ο αισχροκερδής):

γυροσκοπικ|ός <-ή, -ό> [jirɔskɔpiˈkɔs] ADJ

υγροσκοπικ|ός <-ή, -ό> [iɣrɔskɔpiˈkɔs] ADJ

καιροσκοπικ|ός <-ή, -ό> [cɛrɔskɔpiˈkɔs] ADJ

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский