Greek » German

Translations for „λεπτός“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

λεπτ|ός <-ή, -ό> [lɛpˈtɔs] ADJ

1. λεπτός (και άνθρωπος):

λεπτός

2. λεπτός (γούστο, πράγμα: λεπτοκαμωμένος):

λεπτός

3. λεπτός (ευαίσθητος):

λεπτός

4. λεπτός (στα αισθήματα):

λεπτός

5. λεπτός (ευγενικός, αβρός):

λεπτός

6. λεπτός (οξύς: φωνή, ήχος):

λεπτός

7. λεπτός (ακοή, όραση):

λεπτός

8. λεπτός (ζήτημα, θέμα):

λεπτός

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский