Greek » German

μέθοδος [ˈmɛθɔðɔs] SUBST f

2. μέθοδος (τρόπος ενέργειας):

3. μέθοδος (τρόπος για την επίτευξη σκοπού):

μεθοδεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [mɛθɔˈðɛvɔ] VERB trans

1. μεθοδεύω (καταπιάνομαι):

2. μεθοδεύω (σχεδιάζω ακριβώς):

μεθοκοπ|ώ <-άς, -ησα> [mɛθɔkɔˈpɔ] VERB intr

μεθοδικ|ός <-ή, -ό> [mɛθɔðiˈkɔs] ADJ

μεθοδολογία [mɛθɔðɔlɔˈjia] SUBST f

1. μεθοδολογία (επιστήμη):

2. μεθοδολογία (τεχνική, σύνολο μεθόδων):

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский