Greek » German

Translations for „οικονομία“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

οικονομία [ikɔnɔˈmia] SUBST f

1. οικονομία ECON:

οικονομία
αγροτική οικονομία
ανταγωνιστική οικονομία
αρχέγονη οικονομία
οικονομία ελεύθερης αγοράς
οικονομία του συγκεντρωτισμού, ελεγχόμενη οικονομία
εθνική/διεθνής οικονομία
εθνική οικονομία (ως επιστήμη)
εσωτερική οικονομία
οικονομία των επιχειρήσεων
ιδιωτική οικονομία
δασική οικονομία
ενδεής οικονομία
καπιταλιστική οικονομία
κατευθυνόμενη οικονομία
νομισματική οικονομία
οικιακή οικονομία
παγκόσμια οικονομία
πιστωτική οικονομία
οικονομία της πόλης
πολιτική οικονομία
πολιτική οικονομία
σοσιαλιστική οικονομία
οικονομία συντήρησης
οικονομία συντονισμού

2. οικονομία (φειδώ στα έξοδα):

οικονομία
χρησιμοποιώ κάτι με οικονομία
κάνω οικονομία

3. οικονομία (κέρδος):

οικονομία
οικονομία χρόνου

οικονομία SUBST

User Entry
πραγματική οικονομία f

Usage examples with οικονομία

οικονομία του συγκεντρωτισμού, ελεγχόμενη οικονομία
εγχρήματη οικονομία ECON
εθνική οικονομία (η οικονομία)
ενεργειακή οικονομία
γεωργική οικονομία
αγροτική οικονομία
ανταγωνιστική οικονομία
αρχέγονη οικονομία
εσωτερική οικονομία
ιδιωτική οικονομία
δασική οικονομία
ενδεής οικονομία
καπιταλιστική οικονομία
κατευθυνόμενη οικονομία
νομισματική οικονομία
οικιακή οικονομία
παγκόσμια οικονομία
πιστωτική οικονομία

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский