Greek » German

εμπερι|κλείω <-έκλεισα> [ɛmbɛriˈkliɔ] VERB trans

Περικλής [pɛriˈklis] SUBST m

περι|κόβω [pɛriˈkɔvɔ], περι|κόπτω [pɛriˈkɔptɔ] <-κοψα [ή -έκοψα], -κόπηκα, -κομμένος> VERB trans

1. περικόβω (μισθό):

2. περικόβω (έξοδα):

3. περικόβω (βιβλίο):

περικοπή [pɛrikɔˈpi] SUBST f

1. περικοπή (μισθού):

2. περικοπή (δαπανών):

3. περικοπή (βιβλίου):

4. περικοπή (απόσπασμα):

I . περικλιν|ής <-ής, -ές> [pɛrikliˈnis] ADJ GEOL

II . περικλιν|ής [pɛrikliˈnis] SUBST m

περικάρδιο [pɛriˈkarðiɔ] SUBST nt

περικάρπιο [pɛriˈkarpiɔ] SUBST nt

1. περικάρπιο BOT:

2. περικάρπιο SPORTS:

περικύκλιο [pɛriˈcikliɔ] SUBST nt BOT

περίκλειστ|ος <-η, -ο> [pɛˈriklistɔs] ADJ

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский