Greek » German

πολύτιμ|ος <-η, -ο> [pɔˈlitimɔs] ADJ

2. πολύτιμος (λίθος, μέταλλο):

πολύτιμος
Edel-
πολύτιμος λίθος

πολύτιμος ADJ

User Entry
πολύτιμος

Usage examples with πολύτιμος

πολύτιμος λίθος
ένας πολύτιμος καθρέφτης

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский