Greek » German

σφαγείο [sfaˈjiɔ] SUBST nt

1. σφαγείο (του χασάπη):

2. σφαγείο (σφαγή ανθρώπων):

ψαγμέν|ος <-η, -ο> [psaɣˈmɛnɔs] ADJ

νυσταγμέν|ος <-η, -ο> [nistaɣˈmɛnɔs] ADJ

ταραγμέν|ος <-η, -ο> [taraɣˈmɛnɔs] ADJ

1. ταραγμένος (θάλασσα):

2. ταραγμένος (άνθρωπος):

πεταγμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaɣˈmɛnɔs] ADJ

πεταγμένος → πεταμένος

See also πεταμένος

πεταμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaˈmɛnɔs] ADJ

1. πεταμένος (που βρίσκεται στα σκουπίδια):

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский