Greek » German

χειριστήριο [çirisˈtiriɔ] SUBST nt

1. χειριστήριο (μοχλός):

2. χειριστήριο (περίπλοκο σύστημα):

χειριστής (χειρίστρια) [çirisˈtis, çiˈristria] SUBST m/f (f)

1. χειριστής (γενικά: μηχανήματος):

χειριστής (χειρίστρια)
Bediener(in) m (f)

2. χειριστής (τηλεγραφητής):

χειριστής (χειρίστρια)
Telegrafist(in) m (f)

χείριστ|ος <-η, -ο> [ˈçiristɔs] ADJ

χειρισμός [çirizˈmɔs] SUBST m

1. χειρισμός (μηχανήματος):

3. χειρισμός (ενός θέματος):

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский