Greek » German

αγοραί|ος <-α, -ο> [aɣɔˈrɛɔs] ADJ

1. αγοραίος (της αγοράς):

Markt-

2. αγοραίος (χυδαίος):

αγόρι [aˈɣɔri] SUBST nt

αγοραίο [aɣɔˈrɛɔ] SUBST nt (όχημα)

αγορά [aɣɔˈra] SUBST f

2. αγορά (το μέρος):

3. αγορά ECON:

Markt m

αγορά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aɣɔˈrazɔ] VERB trans

2. αγοράζω (δωροδοκώ):

αγορ|εύω <-ευσα> [aɣɔˈrɛvɔ] VERB intr

1. αγορεύω (γενικά):

2. αγορεύω LAW:

αγοράκι [aɣɔˈraci] SUBST nt

άγρι|ος <-α, -ο> [ˈaɣriɔs] ADJ

2. άγριος (θάλασσα, καιρός, χέρια):

rau

3. άγριος (κρύο):

4. άγριος (ματιά, τιμωρία):

5. άγριος (αντίσταση, καβγάς):

6. άγριος (μίσος):

7. άγριος (ανταγωνισμός):

8. άγριος (κριτική):

9. άγριος (φέρσιμο):

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский