Greek » German

καθεξής [kaθɛˈksis] ADV

καθαρ|ός <-ή, -ό> [kaθaˈrɔs] ADJ

2. καθαρός (διαυγής):

3. καθαρός (σαφής):

4. καθαρός (αγνός, ανόθευτος):

5. καθαρός (για εισόδημα, βάρος):

Netto-

άβαθ|ος <-η, -ο> [ˈavaθɔs], αβαθ|ής [avaˈθis] <-ής, -ές> ADJ

αμαθ|ής <-ής, -ές> [amaˈθis] ADJ

απαθ|ής <-ής, -ές> [apaˈθis] ADJ

καθετή [kaθɛˈti] SUBST f

I . καθί|ζω <-σα, -σμένος> [kaˈθizɔ] VERB trans

II . καθί|ζω <-σα, -σμένος> [kaˈθizɔ] VERB intr

καθότι [kaˈθɔti] CONJ

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский